κάμβιο — Φυτικός ιστός, ειδικά των ξυλωδών φυτών, ο οποίος κατατάσσεται στα δευτερογενή μεριστώματα. Αποτελείται από στενά επιμήκη κύτταρα, διατεταγμένα σε σειρές, ενώ δημιουργεί μια διαχωριστική ζώνη μεταξύ ξυλώματος και φλοιώματος. Στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… … Dictionary of Greek
σιφωνοστήλη — η, Ν βοτ. κύλινδρος αγγειώδους ιστού, που αποτελείται από ξύλωμα και φλοίωμα, ο οποίος περιβάλλει έναν κεντρικό πυρήνα εντεριώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonostele < σίφωνας + στήλη] … Dictionary of Greek
τραχεόφυτα — τα, Ν βοτ. διαίρεση που περιλαμβάνει όλα τα φυτά τα οποία περιέχουν αγωγό ιστό, δηλαδή ξύλωμα και φλοίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tracheophyta < τραχεία + φυτό] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… … Dictionary of Greek
λιάνη ή λιάνα — Κοινή ονομασία φυτών που υπάγονται σε διάφορες οικογένειες, όπως των βιγνονιιδών, των σαπινδιδών, των αμπελιδών και των λεγκουμινωδών. Οι λ. είναι φυτά με πολυετή, ξυλώδη και κισσοειδή βλαστό, που δεν μπορούν να στηριχτούν μόνα τους.… … Dictionary of Greek